- σκομβρίς
- σκομβρίς, ίδος, ἡ, Dim. of sq., Hsch.;A v.l. for σκορπίς, Arist.HA 543b5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκομβρίς — ίδος, ἡ, Α (υποκορ. τ.) μικρός σκόμβρος, μικρό σκουμπρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόμβρος «σκουμπρί» + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
σκομβρίδες — σκομβρίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)